ήμων — ἥμων, ο (Α) στον πληθ. οἱ ἥμονες ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ (τού ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. τού ἵημι) + μων] … Dictionary of Greek
ἥμων — thrower masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμῶν — ἐγώ I at least masc/fem gen 1st pl ἡμός fem gen pl ἡμός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ βίος, εὐτυχοῦσι δὲ… — См. Жизнь борьба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάτερ ημών — το η Κυριακή προσευχή· στον πληθ. πατερημά, τα προσευχή γενικά: Κάνε τα πατερημά σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χἠμῶν — ἡμῶν , ἐγώ I at least masc/fem gen 1st pl ἡμῶν , ἡμός fem gen pl ἡμῶν , ἡμός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμόνων — ἥμων thrower masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥμονας — ἥμων thrower masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥμονες — ἥμων thrower masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥμονος — ἥμων thrower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)